μιλτώ — μιλτῶ, όω (Α) [μίλτος] 1. αλείφω με μίλτο 2. φρ. «μεμιλτωμένον σχοινίον» σχοινί βαμμένο με μίλτο με το οποίο σύρονταν βίαια προς την Πνύκα οι πολίτες που περιφέρονταν στην Αγορά … Dictionary of Greek
μιλτῶ — μιλτόω cover with ruddle pres subj act 1st sg μιλτόω cover with ruddle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίλτω — Μίλτας masc gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτῳ — μίλτος red earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτος — η (ΑΜ μίλτος) παραλλαγή τού ορυκτού αιματίτη και το παραγόμενο από αυτή κόκκινο χρώμα («τὸ δὲ σῶμα χρίονται μίλτῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. σχοινί βαμμένο με μίλτο 2. η ερυσίβη 3. μαγική ονομασία τού αίματος 4. ερυθρός μόλυβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίλτος έχει… … Dictionary of Greek
αμίλτωτος — η, ο [μιλτώ] αστός που δεν επιχρίστηκε με μίλτο* … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
μίλτωση — η [μιλτώ] η επίχριση με μίλτο … Dictionary of Greek
μιλτωτός — ή, ό (Μ μιλτωτός, ή, όν) αλειμμένος με μίλτο («μιλτωτοῑς προσωπείοις», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μιλτῶ + επίθημα τος] … Dictionary of Greek
υπομιλτώ — έω, Α παθ. ὑπομιλτοῡμαι, έομαι βάφομαι ελαφρώς με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μιλτῶ «αλείφω με μίλτο»] … Dictionary of Greek